- υπερπολλος
- ὑπέρπολλος3
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπέρπολλος — η, ον, Α ιων. τ. βλ. υπέρπολυς … Dictionary of Greek
ὑπέρπολλος — ὑπέρπολυς overmuch masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρπολυ — πολλη, πολυ / ὑπέρπολυς, πόλλη, πολυ, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπέρπολλος, η, ον, και τ. ουδ. ὑπέρπουλυ, Α [πολύς / πολλός] πάρα πολύς, υπέρμετρος … Dictionary of Greek